σκῦτος

σκῦτος
σκῦτος
Grammatical information: n.
Meaning: `prepared skin, leather, leather thong' (ξ 34).
Compounds: Compp., e.g. σκυτο-τόμος m. `leather-worker, cobbler' (H 221); as 2. member in δωδεκά-σκυτος `consisting of twelve leather strips' (Pl.).
Derivatives: 1. Dimin. σκυτ-άριον n., -ίς f. (hell. a. late). 2. adj. -ινος `leathern' (IA.), -ικός `belonging to leather(-work)', ἡ -ικη τέχνη `cobbler's job' (Pl., Arist. a. o.), -ώδης `leather-like' (Arist.). 3. subst. -εύς m. `cobbler' (Att.) with -εῖον, -εύω, -εία, -ευσις (Hp., Att. etc.; Bosshardt 50). 4. verb -όομαι in ἐσκυτωμένος `coated with leather' (Att. inscr., Plb. a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No immediate non-Greek agreement. The other languages have several comparable words for `skin v. t.', but all without initial s-: with long vowel as in σκῦτος the Germ. word for `skin', e.g. OHG hūt, PGm *hūði-, IE *kūt-i-; with short vowel Lat. cŭtis `skin', Lith. kutỹs `pouch around the body, money-bag'; with diphthong (full grade) OPr. keuto `skin', IE *keutā, Lith. kiáutas `case, envelop, shell'; further forms in WP. 2, 549f., Pok. 952, W.-Hofmann s. cutis. If prop. *'cover', one may consider further connection with σκῦλα, ἐπισκύνιον; s. vv. All kinds of combinations in Specht Ursprung 208, 226 a. 237. Cf. also κεύθω. -- Lat. scūtum `shield' is ambivalent; s. W.-Hofmann s. v.
Page in Frisk: 2,744-745

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκῦτος — skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύτος — το / σκῡτος, ΝΑ δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα αρχ. 1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ) 2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία 3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν… …   Dictionary of Greek

  • σκύτει — σκύ̱τει , σκῦτος skin neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκύ̱τεϊ , σκῦτος skin neut dat sg (epic ionic) σκύ̱τει , σκῦτος skin neut dat sg σκυτέω make shoes pres imperat act 2nd sg (attic epic) σκυτέω make shoes imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • σκύτινος — η, ο / σκύτινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα,… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԿ — (ոյ, ոց կամ ի, աց.) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ἰμάς corrigia, lorum σκύτος corium. Կանչեայ պարան. լար ʼի մորթոյ արջառոց. մաշկեղէն գօտի, կապ, խրաց, սամետ. երկար կաշի. ... *Իբրեւ փոկով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκύτη — σκύ̱τη , σκῦτος skin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκύ̱τη , σκῦτος skin neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκυτέω make shoes pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σκυτέω make shoes imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кутать — аю, диал. укутать спрятать , с. в. р. (Барсов), укр. кутати, блр. кутаць прятать , ст. слав. съкѫтати успокоить , цслав. съ кутати συγκομίζειν Ώсоmроnеrе аd sерulturаm᾽, болг. кътам берегу, прячу , сербохорв. с кутати скрыть . Родственно др.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”